ὀκτωδάκτυλος

ὀκτωδάκτυλος
ὀκτω-δάκτῠλος, ον,
A v. ὀκταδ-.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • οκτωδάκτυλος — ὀκτωδάκτυλος, ον (Α) βλ. οκταδάκτυλος …   Dictionary of Greek

  • δάκτυλος — Το δάχτυλο (βλ. λ.). (Μετρ.) Πόδας κυρίως της αρχαίας, αλλά και της νεότερης μετρικής. Ο αρχαίος δ. αποτελείται από δύο στοιχεία: τη θέση (που προηγείται) και την άρση (που ακολουθεί). Από την άποψη της ποσότητας (χρονικής διάρκειας) τα δύο αυτά… …   Dictionary of Greek

  • οκταδάκτυλος — και οχταδάκτυλος, η, ο (Α ὀκταδάκτυλος και αρχαιότ. τ. ὀκτωδάκτυλος, ον) αυτός που έχει μήκος ή πλάτος ή μέγεθος οκτώ δακτύλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα (βλ, λ. οκτώ) + δάκτυλος (πρβλ. εννεα δάκτυλος)] …   Dictionary of Greek

  • οκτώ — και οχτώ, οι, τα (ΑΜ ὀκτώ, Α και βοιωτ. τ. ὀκτό και ηρακλεωτικός τ. hοκτώ και ηλειακός τ. ὀπτώ, οἱ, αἱ, τὰ) άκλ. απόλυτο αριθμητικό το οποίο εκφράζει την έννοια τής ποσότητας η οποία είναι κατά μία λιγότερη τών εννέα και κατά μία περισσότερη τών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”